ὕστατος

ὕστατος

ὕστατος, superlat. zu ὕστερος, der letzte, äußerste, hinterste, vom Raume; auch von der Zeit, τίνα πρῶτον, τίνα δ' ὕστατον ἐξενάριξεν Il. 5, 703, u. oft; ὡς ἅμα ϑ' οἱ πρῶτοί τε καὶ ὕστατοι υἷες Ἀχαιῶν μῦϑον ἀκούσειαν 2, 281; u. adverbial, πύματόν τε καὶ ὕστατον Od. 20, 116; auch ὕστα-τα, zum letzten Mal, 22, 78, wie Il. 1, 232; Plat. Phaed. 60 a u. öfter; τὸ ὕστατον μέλψασα ϑανάσιμον γόον Aesch. Ag. 1420, u. öfter; ὕστατον πρόςφϑεγμα Eur. Heracl. 573; ἐν τοῖς ὑστάτοις φράσω Ar. Ran. 906.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ὕστατος — masc nom sg ὕστερος latter masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ύστατος — η, ο / ὕστατος, άτη, ον, ΝΜΑ (με χρον. και τοπ. σημ.) τελευταίος, έσχατος (α. «ήρθε την ύστατη στιγμή» β. «ἅμα θ oἱ πρῶτοι τε καὶ ὕστατοι», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. (για αξίωμα ή βαθμό) ανώτατος, ύψιστος 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ὑστατη (ενν. ἡμέρα) η… …   Dictionary of Greek

  • ύστατος — η, ο (υπερθ. του συγκρ. ύστερος), έσχατος, ολωσδιόλου τελευταίος (τοπικά και χρονικά): Ύστατη στιγμή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὑστάτων — ὕστατος fem gen pl ὕστατος masc/neut gen pl ὕστερος latter fem gen pl ὕστερος latter masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑστάτως — ὕστατος adverbial ὕστατος masc acc pl (doric) ὕστερος latter adverbial ὕστερος latter masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὕστατον — ὕστατος masc acc sg ὕστατος neut nom/voc/acc sg ὕστερος latter masc acc sg ὕστερος latter neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑστάταις — ὕστατος fem dat pl ὕστερος latter fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑστάτη — ὕστατος fem nom/voc sg (attic epic ionic) ὕστερος latter fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑστάτην — ὕστατος fem acc sg (attic epic ionic) ὕστερος latter fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑστάτης — ὕστατος fem gen sg (attic epic ionic) ὕστερος latter fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑστάτοις — ὕστατος masc/neut dat pl ὕστερος latter masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”