ὕστριχος

ὕστριχος

ὕστριχος, ὁ, = Vorigem, Philo.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ύστριχος — (I) ο, Ν ζωολ. βλ. ύστριξ. (II) (ὕστριχος) ὁ, Α είδος μαστιγίου, ὑστριχίς*. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. τής λ. ὑστριχίς, κατά τα αρσ. σε ος] …   Dictionary of Greek

  • ὕστριχος — ὕστριξ porcupine masc/fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ύσθριξ — ὕστριχος, ὁ, ἡ, Α βλ. ὕστριξ …   Dictionary of Greek

  • ύστρηχος — ο, Ν ζωολ. εσφ. τ. τού ύστριχος …   Dictionary of Greek

  • ύστριξ — ο, η / ὕστριξ, ιχος, ΝΑ, και ύστριχος Ν, και ὕστριγξ, ιγγος, Α (λόγιος τ.) ζωολ. γένος, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, τρωκτικών, τυπικών εκπροσώπων τής οικογένειας υστριχίδες, που μοιάζουν με τον σκαντζόχοιρο και χαρακτηρίζονται …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”