- ὕσσαξ
ὕσσαξ, ακος, ὁ, die weibliche Schaam, Ar. Lys. 1001.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὕσσαξ, ακος, ὁ, die weibliche Schaam, Ar. Lys. 1001.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ύσσαξ — ακος, ὁ, Α το γυναικείο αιδοίο. [ΕΤΥΜΟΛ. Όρος τού καθημερινού λεξιλογίου, πιθ. δωρικός, ο οποίος έχει σχηματιστεί ίσως από τη λ. ὗς «χοίρος» (για τη σημ. πρβλ. τη χρήση τού τ. χοίρος με σημ. «γυναικείο αιδοίο») με επίθημα αξ, που απαντά και σε… … Dictionary of Greek