ὕσ-πληξ

ὕσ-πληξ

ὕσ-πληξ, ηγος, ἡ, = Vorigem; Plat. Phaedr. 254 e; Lob. zu Phryn. 71 spricht diese Form den Attikern ganz ab.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πλήξ — fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλήξ — ῆγος, ἡ, Α ονομασία επιδέσμου. [ΕΤΥΜΟΛ. < *πληγ ς < θ. πληγ τού πλήσσω* (πρβλ. πληγή)] …   Dictionary of Greek

  • πλῆξ' — πλῆξαι , πλήσσω struck with terror aor imperat mid 2nd sg πλῆξαι , πλήσσω struck with terror aor inf act πλῆξα , πλήσσω struck with terror aor ind act 1st sg (homeric ionic) πλῆξε , πλήσσω struck with terror aor ind act 3rd sg (homeric ionic)… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πληγῶν — πλήξ fem gen pl πληγή blow fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πληγός — πλήξ fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεοπλήξ — θεοπλήξ, ῆγος, ὁ, ἡ, τὸ (AM) ο θεόπληκτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + πληξ (< πληξ < πλήσσω), πρβλ. αμφι πλήξ, κυματο πλήξ] …   Dictionary of Greek

  • θυρσοπλήξ — θυρσοπλήξ, ῆγος, ὁ, ἡ (Α) αυτός που έχει χτυπηθεί από θύρσο, ο θεόπνευσρος, ο θεόληπτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θύρσος + πλήξ (< πληξ < πλήσσω), πρβλ. αμφι πλήξ, κυματο πλήξ] …   Dictionary of Greek

  • καρτεροπλήξ — καρτεροπλήξ, ῆγος, ὁ, ἡ (Α) αυτός που πλήττει, που χτυπάει με δύναμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρτερός + πλήξ (< πλήξ < πλήσσω), πρβλ. βαθυ πλήξ, ορθο πλήξ] …   Dictionary of Greek

  • καταπλήξ — καταπλήξ, ήγος, ὁ, ἡ (AM) μσν. χτυπημένος αρχ. 1. μτφ. εμβρόντητος, φοβισμένος, θορυβημένος 2. υπερβολικά ντροπαλός 3. αυτός που ταράσσεται, περιδεής, ταραγμένος 4. (για μάτια) ακίνητος, εκστατικός («ὀφθαλμὸς καταπλήξ», Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • λινόπληκτος — και λινόπληγος, ον και λινοπλήξ, ῆγος, ό, ἡ (Α) (κυρίως για ζώα που πιάστηκαν σε παγίδα και διέφυγαν) αυτός που φοβάται, που αποφεύγει τα δίχτια ή τις παγίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + πληκτος (< πλήσσω), πρβλ. αλί πληκτος, θαλασσό πληκτος. Ο τ.… …   Dictionary of Greek

  • ηδονοπλήξ — ἡδονοπλήξ, ῆγος, ὁ, ἡ (Α) ηδονόπληκτος («ἡδονοπλήξ φύσις»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ηδονο (< ηδονή) + πλήξ (< πλήσσω / πλήττω), πρβλ. αστρο πλήξ, παρα πλήξ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”