- ὕσ-πλαγξ
ὕσ-πλαγξ, αγγος, ἡ, und ὕσ-πλαξ, ᾱγος, ἡ, dor. = ὕσπληγξ, ὕσπληξ.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὕσ-πλαγξ, αγγος, ἡ, und ὕσ-πλαξ, ᾱγος, ἡ, dor. = ὕσπληγξ, ὕσπληξ.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πλάγξ' — πλάγξαι , πλάζω turn aside aor imperat mid 2nd sg πλάγξαι , πλάζω turn aside aor inf act πλάγξα , πλάζω turn aside aor ind act 1st sg (homeric ionic) πλάγξε , πλάζω turn aside aor ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλάζω — (I) Α (ποιητ. τ.) 1. κάνω κάποιον να περιπλανάται, τόν εκτρέπω από τον δρόμο του και από τον σκοπό του, παραστρατίζω (α. «ἀλλά με δαίμων πλάγξ ἀπὸ Σικανίης δεῡρ ἐλθέμεν», Ομ. Οδ. β. «Σκύρου μὲν ἅμαρτεν, ἵκοντο εἰς Ἐφύραν πλαγχθέν τες», Πίνδ.) 2.… … Dictionary of Greek