- ἕρμασμα
ἕρμασμα, τό, die Stütze, = ἕρμα, Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἕρμασμα, τό, die Stütze, = ἕρμα, Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
έρμασμα — ἕρμασμα, τὸ (Α) [ερμάζω] στήριγμα, έρεισμα … Dictionary of Greek
ἕρμασμα — prop neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑρμασμάτων — ἕρμασμα prop neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑρμάσμασι — ἕρμασμα prop neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑρμάσμασιν — ἕρμασμα prop neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑρμάσματα — ἕρμασμα prop neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)