- ἕρκ-ουρος
ἕρκ-ουρος, am Gehege wachend, Mel. 129 (aber XII, 257 hat Jacobs ὁρκοῠρος aufgenommen).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἕρκ-ουρος, am Gehege wachend, Mel. 129 (aber XII, 257 hat Jacobs ὁρκοῠρος aufgenommen).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ερκούρος — ἑρκοῡρος, ον (Α) αυτός που φρουρεί ένα έρκος, έναν προμαχώνα ή περίβολο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. έρκ τού έρκος «φραγμός» + ούρος «φύλαξ» (< ορώ)] … Dictionary of Greek