ἕρψις

ἕρψις

ἕρψις, , das Kriechen, Plat. Crat. 419 d; Arist. part. anim. 1, 1.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἕρψις — ἕρψῑς , ἕρψις creeping fem acc pl (epic doric ionic aeolic) ἕρψις creeping fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἕρψιν — ἕρψις creeping fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἕρψει — ἕρπω serpo) fut ind mid 2nd sg ἕρπω serpo) fut ind act 3rd sg ἕρψις creeping fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἕρψεϊ , ἕρψις creeping fem dat sg (epic) ἕρψις creeping fem dat sg (attic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έρπω — και σέρπω (Α ἕρπω) προχωρώ σερνόμενος με την κοιλιά πάνω στο έδαφος ή στηριζόμενος στα χέρια και στα γόνατα νεοελλ. 1. ταπεινώνομαι μπροστά σε ισχυρούς, φέρομαι δουλικά, τούς κολακεύω χαμερπώς για να επιτύχω ιδιοτελείς σκοπούς 2. (για φύλλα… …   Dictionary of Greek

  • έρψη — η (AM ἔρψις) [έρπω] το να σύρεται κάποιος με την κοιλιά στο έδαφος, το σούρσιμο νεοελλ. είδος άσκησης στη γυμναστική στην οποία μετακινείται κάποιος με τα χέρια και τα πόδια πάνω στο έδαφος …   Dictionary of Greek

  • πτήση — Ενέργεια και ικανότητα παραμονής και μετακίνησης στον αέρα, τυπική σε όλα σχεδόν τα πτηνά και σε μεγάλο μέρος των εντόμων. Από τα θηλαστικά, ιδιαίτερα ικανά για π. είναι μόνο τα χειρόπτερα. Άλλα σπονδυλωτά, από τα ζώντα σήμερα, δεν είναι ικανά να …   Dictionary of Greek

  • ἕρψεως — ἕρψεω̆ς , ἕρψις creeping fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἕρψηι — ἕρψῃ , ἕρπω serpo) fut ind mid 2nd sg ἕρψις creeping fem dat sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἕρψῃ — ἕρπω serpo) fut ind mid 2nd sg ἕρψηι , ἕρψις creeping fem dat sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”