ἕρπνουν, zur Erkl. von τερπνόν gebildet, s. Plat. Crat. 419 d.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἕρπνουν — masc/fem acc sg ἕρπνουν neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έρπνουν — ἔρπουν (Α) λέξη που έπλασε ο Πλάτων για να ετυμολογήσει τη λ. τερπνόν … Dictionary of Greek