- ἕρπις
ἕρπις, ὁ, hieß der Wein bei den Aegyptiern, Lycophr. 579, vgl. Schol. u. Sapph. bei Ath. II, 39 a; s. aber Neue frg. Sapph. p. 84.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἕρπις, ὁ, hieß der Wein bei den Aegyptiern, Lycophr. 579, vgl. Schol. u. Sapph. bei Ath. II, 39 a; s. aber Neue frg. Sapph. p. 84.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
έρπις — ἕρπις, ὁ (Α) ονομασία τού κρασιού ή είδους κρασιού στην Αίγυπτο. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για δάνειο από αιγυπτ. irp «κρασί». Η δασύτητα της λ. έρπις οφείλεται μάλλον σε επίδραση τού ρ. έρπω] … Dictionary of Greek
σατυρίαση — (Ιατρ.). Έξαρση της γενετήσιας ορμής, στον άντρα. Διακρίνεται σε τοξική σ., που είναι παροδική και οφείλεται στη χρήση ορισμένων φαρμάκων (φώσφορου κανθαριδίνης, στρυχνίνης, υοχιμβίνης) και νευρική σ., η οποία εμφανίζεται στην αρχή ορισμένων… … Dictionary of Greek
αφροδίσια νοσήματα — Έτσι ονομάζονται κυρίως οι τρεις μολυσματικές ασθένειες σύφιλη, βλεννόρροια και μαλακό έλκος που προσβάλλουν συνήθως το ουρογεννητικό σύστημα και μεταδίδονται με τη συνουσία. Στα α.ν. κατατάσσονται ακόμη και τα κονδυλώματα, ο έρπις των γεννητικών … Dictionary of Greek