ἕρπυλλος — tufted thyme masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έρπυλλος — ο (Α ἕρπυλλος, ὁ και ποιητ. ἕρπυλλος, ἡ) [έρπω] 1. ευώδης θάμνος τής οικογένειας τών χειλανθών, αλλ. θύμος ο έρπυλλος 2. φρ. «ερπύλλου έλαιον» άχρωμο ή ελαφρώς κιτρινωπό υγρό, αρωματικό και καμφορούχο που προέρχεται από τον θύμο τον έρπυλλο αρχ.… … Dictionary of Greek
ἑρπύλλοιο — ἕρπυλλος tufted thyme masc/fem gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑρπύλλοις — ἕρπυλλος tufted thyme masc/fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑρπύλλου — ἕρπυλλος tufted thyme masc/fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑρπύλλῳ — ἕρπυλλος tufted thyme masc/fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἕρπυλλοι — ἕρπυλλος tufted thyme masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἕρπυλλον — ἕρπυλλος tufted thyme masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
SERPYLLUM — inter coronamenta Veter. receptum, ut flos vernus ac violae socius et rosis. Theocritus Eid. ιθ. Ἤδ᾿ ἴον, ἤδ᾿ ἕρπυλλον ἀπαίνοτο. Et Ep. 1. Τὰ ῥόδα τὰ δροτόεντα, καὶ ἡ κατάπυκνος ἐκεῖνα Ἕρπυλλος κεῖται ταῖς Ἑλικωνιάσι. Quorum priori violis,… … Hofmann J. Lexicon universale
έρπω — και σέρπω (Α ἕρπω) προχωρώ σερνόμενος με την κοιλιά πάνω στο έδαφος ή στηριζόμενος στα χέρια και στα γόνατα νεοελλ. 1. ταπεινώνομαι μπροστά σε ισχυρούς, φέρομαι δουλικά, τούς κολακεύω χαμερπώς για να επιτύχω ιδιοτελείς σκοπούς 2. (για φύλλα… … Dictionary of Greek
ερωτύλος — ο (Α ἐρωτύλος) νεοελλ. αυτός που ερωτεύεται εύκολα και επιπόλαια ο επιρρεπής στον έρωτα αρχ. 1. ποθητός, αγαπημένος, ερωτικός 2. φρ. «ἐρωτύλα ἀείδειν» τραγουδώ ερωτικά τραγούδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < έρως, ωτος + επίθημα υλ(λ)ος, το οποίο έχει… … Dictionary of Greek