ὕπ-οσμος

ὕπ-οσμος

ὕπ-οσμος, zu riechen od. zu wittern fähig, geruchfähig, Arist. de anim. 2, 9; – der eine gute Nase hat, Etwas leicht merkt, ὁ ὑπονοῶν erkl. Phot.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • οσμός — ὀσμός, ὁ (Α) είδος φυτού, ίσως η μηδική …   Dictionary of Greek

  • εύοσμος — η, ο (Α εὔοσμος, ον και εὔοδμος, ον) αυτός που έχει ευχάριστη οσμή, ο ευώδης, ο αρωματικός, ο μυρωδάτος («εὔοσμον ἔαρ», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + οσμος (< οσμη), πρβλ. ά οσμος, δί οσμος)] …   Dictionary of Greek

  • ηδύοσμος — η, ο (AM ἡδύοσμος, ον) 1. αυτός που έχει γλυκιά, ευχάριστη οσμή, ο εύοσμος 2. (το ουδ. ή το αρσ. ως ουσ.) τὸ ἡδύοσμον ἡὁ ἡδύοσμος το φυτό μίνθη, κν. δυόσμος («εἰς κηπαίαν μίνθην μεταβαλεῑν, ἥν τινες ἡδύοσμον καλοῡσι», Στράβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ * …   Dictionary of Greek

  • κάκοσμος — η, ο (Α κάκοσμος, ον) αυτός που αναδίδει κακή οσμή, δυσώδης, δύσοσμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + οσμος (< ὀσμή), πρβλ. δείν οσμος, ηδύ οσμος] …   Dictionary of Greek

  • μόσχοσμος — η, ο αυτός που έχει μυρωδιά μόσχου. [ΕΤΥΜΟΛ. < μοσχ(ο) * + οσμος (< οσμή), πρβλ. βαρύ οσμος, ηδύ οσμος] …   Dictionary of Greek

  • πολύοσμος — και πολύοδμος, ον, Α αυτός που αναδίδει πολλές οσμές. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + οσμος (< ὀσμή / ὀδμή), πρβλ. κάκ οσμος] …   Dictionary of Greek

  • ύποσμος — ον, Α ικανός, επιτήδειος στην όσφρηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + οσμος (< ὀσμή), πρβλ. εὔ οσμος] …   Dictionary of Greek

  • Осмос — (от греч. ὄσμος  толчок, давление)  процесс односторонней диффузии через полупроницаемую мембрану молекул растворителя в сторону большей концентрации растворённого вещества (меньшей концентрации растворителя). Более широкое толкование… …   Википедия

  • Голофитный способ питания — (от др. греч. ολο «весь» и φυτóν «растение») или осмотрофный (от др. греч. ὄσμος «толчок, давление» и τροφή «питание») …   Википедия

  • Α α — (άλφα) το πρώτο γράμμα τού ελληνικού αλφαβήτου. Το α ως πρόθεμα 1. στερητικό δηλώνει έλλειψη, στέρηση και γενικά το αντίθετο από ό,τι δηλώνει το β συνθετικό. Εμφανίζεται με τις εξής μορφές: α / ἀ αρχ. νεοελλ. προ συμφώνου, π.χ. ά γνωστος, ά κακος …   Dictionary of Greek

  • δαιδαλέοδμος — και δαιδαλέοσμος, ον (Α) αυτός που έχει ασυνήθιστη, εξαίσια οσμή. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. δαιδαλέοδμος < δαιδάλεος + οδμος < οδμή και ο τ. δαιδαλέοσμος < δαιδάλεος + οσμος < οσμή] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”