- ὕπερθα
ὕπερθα, äol. statt ὕπερϑε.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὕπερθα, äol. statt ὕπερϑε.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ύπερθα — Α επίρρ. (αιολ. τ.) βλ. ὕπερθεν … Dictionary of Greek
ύπερθεν — και αιολ. τ. ὕπερθα και για μετρ. λόγους ὕπερθε Α επίρρ. 1. από πάνω 2. (σχετικά με το σώμα) στα άνω τμήματα 3. από τον ουρανό, από τους θεούς 4. (με γεν.) περισσότερο 5. χρησιμοποιείται και για να δηλώσει σύγκριση («τοτὲ μὲν ἄπορα, τοτὲ δ… … Dictionary of Greek