ἔλ-λοβος

ἔλ-λοβος

ἔλ-λοβος, mit Schoten, Schoten tragend, Theophr.; τὰ ἔλλοβα, Schotengewächse, id.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • λοβός — lobe of the ear masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λοβός — Σαφώς οροθετημένη υποδιαίρεση ενός οργάνου, για παράδειγμα, του εγκεφάλου, του ήπατος, των πνευμόνων, του θυρεοειδούς, της υπόφυσης κλπ. Τα όρια είναι συνήθως ανατομικές δομές, όπως διαφράγματα, αύλακες ή σχισμές. Επίσης, έτσι ονομάζεται η… …   Dictionary of Greek

  • λοβός — ο 1. το κάτω τμήμα του αυτιού. 2. τμήμα οργάνου του ανθρώπινου σώματος που χωρίζεται με βαθύ αυλάκι: Λοβοί των πνευμόνων. – Λοβοί του εγκεφάλου. 3. (βοτ.), σποροθήκη των καρπών (οσπρίων). 4. (αρχιτ.), κάθε μικρό τόξο αψίδας βυζαντινού ή γοτθικού… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λοβοῖς — λοβός lobe of the ear masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λοβοῖσι — λοβός lobe of the ear masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λοβοῖσιν — λοβός lobe of the ear masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λοβοί — λοβός lobe of the ear masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λοβοῦ — λοβός lobe of the ear masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λοβούς — λοβός lobe of the ear masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λοβῶν — λοβός lobe of the ear masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λοβῷ — λοβός lobe of the ear masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”