- ἔλ-λεσχος
ἔλ-λεσχος, im Gerede (λέσχη), weltbekannt, Her. 1, 153.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἔλ-λεσχος, im Gerede (λέσχη), weltbekannt, Her. 1, 153.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πρόλεσχος — ον, Α (ποιητ. τ.) ο έτοιμος για φλυαρία, ο πρόθυμος για κουβέντα («καὶ μὴ πρόλεσχος μηδ ἐφολκὸς ἐν λόγῳ γένῃ», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + λεσχος (< λέσχη «λόγος, φλυαρία»), πρβλ. ἔλ λεσχος] … Dictionary of Greek
αστερόλεσχος — ἀστερόλεσχος, ο (Μ) αυτός που φλυαρεί για τ αστέρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < αστήρ ( έρος) + λεσχος < λέσχη «συζήτηση, φλυαρία, κουτσομπολιό»] … Dictionary of Greek