ἔλεγχος [2]

ἔλεγχος [2]

ἔλεγχος, , Beweis, Beweismittel, bes. um Einen zu überführen, Etwas zu widerlegen; δεικνυμένων ἐλέγχων τῶνδε Eur. Her. 905; Hipp. 1337; οὗτος ὁ ἔλεγχος οὐδενὸς ἄξιός ἐστι πρὸς τὴν ἀλήϑειαν Plat. Gorg. 471 d; ἔλεγχον ἀρετῆς ἔδοσαν Andoc. 1, 150; οὔτ' εἰς ἔλεγχον χειρὸς οὐδ' ἔργου μολών Soph. O. C. 1297, wie sonst εἰς πεῖραν (Entscheidung durch Zweikampf); τὸ πρᾶγμα ἤδη τὸν ἔλεγχον δώσει, wird den Beweis geben, Dem. 4, 15; vgl. τοὺς ἐλέγχους ἀποδέχεσϑαι Lys. 19, 6, als gültig anerkennen. Dah. Widerlegung, τινός, Plat. Prot. 344 b; τάχ' ἂν ἔλεγχόν πη παραδοίη τῷ ἀντιδίκῳ, Gelegenheit zu widerlegen, Phaedr. 273 c. Vgl. noch Arist. anal. post. 2, 20. – Prüfung, Untersuchung, bes. vor Gericht, συνεπῃτιῶντο καὶ τὸν Θεμιστοκλέα, ὡς εὕρισκον ἐκ τῶν περὶ Παυ-σανίαν ἐλέγχων Thuc. 1, 135; ἔλεγχον ποιεῖν τινος, Ar. Ran. 786; ποιεῖσϑαι τῶν πεπραγμένων, Antiph. 1, 7; λαβεῖν τοῦ πράγματος, ibd. 12; ἔλεγχον δοῠναι περί τινος ist Is. 8, 10 βάσανος τῶν δούλων; übh. Etwas untersuchen, prüfen lassen, Rechenschaft geben, ἔλεγχον διδόναι τοῦ βίου Plat. Apol. 39 c; εἰς ἔλεγχον ἰὼν περὶ ὧν ἔγραψε phaedr. 278 c, vgl. Soph. 242 b; aber εἰς ἔλεγχον ἐξιών, Soph. Phil. 98, = um zu erfahren. – Bei Sp. auch = Verzeichniß, Register.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἔλεγχος — 1 reproach neut nom/voc/acc sg ἔλεγχος 2 argument of disproof masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έλεγχος — (I) ο (ΑΜ ἔλεγχος) 1. έρευνα, εξέταση για να διαπιστωθεί η αλήθεια, η ακρίβεια, η γνησιότητα, η ορθότητα («ο έλεγχος τών πληροφοριών, τής τήρησης τών δρομολογίων, τών προϊόντων, τών αποφάσεων κ.λπ.») 2. (για θεωρίες, απόψεις κ.λπ.) έρευνα για… …   Dictionary of Greek

  • έλεγχος — ο 1. η έρευνα για την αλήθεια, την ορθότητα, την αξία, την ικανότητα, τη γνησιότητα κτλ. πράγματος, η εξακρίβωση: Έλεγχος πιστοποιητικών. – Έλεγχος μηχανών. 2. (για θεωρίες, λόγους κτλ.), κριτική ανάλυση για ανεύρεση των τρωτών σημείων. 3.… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ἔλεγχος και άνατροπή της ψευδωνύμου γνώσεως — Contre les hérésies  Pour l œuvre d Épiphane de Salamine, voir Panarion. Dénonciation et réfutation de la gnose au nom menteur (en grec ancien : ἔλεγχος και άνατροπή της ψευδωνύμου γνώσεως), connu sous le nom de Contre les hérésies (en… …   Wikipédia en Français

  • διοικητικός έλεγχος — Οι πράξεις της διοικητικής εξουσίας, εκτός από τον κοινοβουλευτικό έλεγχο, υπόκεινται και σε ένδικο έλεγχο, που ασκείται από τα δικαστήρια και αφορά τη νομιμότητά τους και την τήρηση των προϋποθέσεων που τις διέπουν. Ο έλεγχος αυτός είναι το… …   Dictionary of Greek

  • ἐλέγχει — ἔλεγχος 1 reproach neut nom/voc/acc dual (attic epic) ἐλέγχεϊ , ἔλεγχος 1 reproach neut dat sg (epic ionic) ἔλεγχος 1 reproach neut dat sg ἐλέγχω disgrace pres ind mp 2nd sg ἐλέγχω disgrace pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλέγχη — ἔλεγχος 1 reproach neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἔλεγχος 1 reproach neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλέγχους — ἔλεγχος 1 reproach neut gen sg (attic epic doric) ἔλεγχος 2 argument of disproof masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλέγχω — ἔλεγχος 2 argument of disproof masc nom/voc/acc dual ἔλεγχος 2 argument of disproof masc gen sg (doric aeolic) ἐλέγχω disgrace pres subj act 1st sg ἐλέγχω disgrace pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλεγχέεσσιν — ἔλεγχος 1 reproach neut dat pl (epic) ἐλεγχής worthy of reproof masc/fem/neut dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλέγχεα — ἔλεγχος 1 reproach neut nom/voc/acc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”