- ἔλαστρον
ἔλαστρον, τό, das Antreibende, E. M., als Stamm zum Vorigen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἔλαστρον, τό, das Antreibende, E. M., als Stamm zum Vorigen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἔλαστρον — that which drives neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έλαστρο — το (AM ἔλαστρον) νεοελλ. μηχανή με την οποία επιτυγχάνεται ο περιορισμός τής διατομής ενός προϊόντος που αναγκάζεται να διέλθει μεταξύ δύο κυλίνδρων που στρέφονται αντίστροφα αρχ. μσν. αυτό το οποίο ελαύνει, ρυθμίζει την κίνηση … Dictionary of Greek
αγωγός — Το υλικό σώμα που διευκολύνει τη ροή ενός ρευστού ή τη διοχέτευση ενέργειας (βλ. λ. αγωγιμότητα, ηλεκτρισμός, ρευστό, ροή, υδραυλική).α. αναρρόφησης.Στοιχείο της αντλίας (βλ. λ.).α. ηλεκτρικός.Το υλικό σώμα μέσα στο οποίο κινούνται τα ηλεκτρικά… … Dictionary of Greek