- ἔν-ολμος
ἔν-ολμος, nach Zenob. 3, 63 bei Soph. (frg. 875) Beiname des Apollo, auf dem Dreifuß (ὅλμος) sitzend, prophezeiend.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἔν-ολμος, nach Zenob. 3, 63 bei Soph. (frg. 875) Beiname des Apollo, auf dem Dreifuß (ὅλμος) sitzend, prophezeiend.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
Ὄλμος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὄλμος — a round smooth stone masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὅλμος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὅλμος — a round smooth stone masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όλμος — Πυροβόλο με μήκος κατώτερο των δέκα διαμετρημάτων και βασικά χαρακτηριστικά τη χαμηλή αρχική ταχύτητα των βλημάτων του και τη μεγάλη καμπυλότητα της τροχιάς τους. Η βολή του ό. γίνεται με γωνίες ύψωσης ανώτερες των 45° και συνεπώς με μεγάλες… … Dictionary of Greek
όλμος — ο πυροβόλο όπλο με κοντό σωλήνα και μεγάλη διάμετρο, αλλ. ολμοβόλο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὦλμος — ὄλμος , ὄλμος a round smooth stone masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὄλμοις — Ὄλμος masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὄλμοις — ὄλμος a round smooth stone masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὄλμον — Ὄλμος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὄλμον — ὄλμος a round smooth stone masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)