- ἔν-θορος
ἔν-θορος, besprungen, trächtig, Nic. Th. 99.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἔν-θορος, besprungen, trächtig, Nic. Th. 99.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θορός — θορός, ό και θορή, ἡ (Α) το σπέρμα τού αρσενικού. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. θορ τού αορ. έ θορ ον τού θρῴσκω*] … Dictionary of Greek
θορός — semen genitale masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θοροί — θορός semen genitale masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θοροῦ — θορός semen genitale masc gen sg θρῴσκω leap aor imperat mid 2nd sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θορούς — θορός semen genitale masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θορῶ — θορός semen genitale masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θορῷ — θορός semen genitale masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θορόν — θορός semen genitale masc acc sg θρῴσκω leap aor part act masc voc sg θρῴσκω leap aor part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιππόθορος — ἱππόθορος, ον (Α) φρ. «ἱππόθορος νόμος» μουσικό κομμάτι που παιζόταν, όταν οχεύονταν οι φοράδες, ως διεγερτικό τής ορμής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)* + θόρος (< θορός «σπέρμα»), πρβλ. βού θορος, έν θορος(βλ. και ιπποθόρος)] … Dictionary of Greek
ιπποθόρος — ἱπποθόρος, ὁ (Α) (κυρίως για όνο που χρησιμοποιείται για παραγωγή ημιόνων) αυτός που οχεύει φοράδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + θόρος (< θορός «σπέρμα»), πρβλ. βου θόρος. Η παροξυτονία προσδίδει στο συνθ. ενεργητική σημασία, εν αντιθέσει προς… … Dictionary of Greek
θρώσκω — θρῴσκω και θρώσκω (Α) 1. πηδώ 2. (για βέλη) πετώ 3. (για κουκιά ή ρεβίθια κατά το λίχνισμα) πηδώ επάνω, αναπηδώ 4. κινούμαι ξαφνικά εναντίον κάποιου, προσβάλλω, εφορμώ 5. (για νόσο) προσβάλλω 6. τρέχω, ορμώ, σπεύδω 7. οχεύω 8. (η μτχ. αρσ. ως… … Dictionary of Greek