- ἔν-οδμος
ἔν-οδμος, duftend, frisch, Nic. Th. 41.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἔν-οδμος, duftend, frisch, Nic. Th. 41.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εύοδμος — εὔοδμος, ον (Α) εύοσμος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + οδμος (< οδμή, αρχικός τ. τού οσμή) πρβλ. άν οδμος, βαρύ οδμος, δύσ οδμος] … Dictionary of Greek
ηδύοδμος — ἡδύοδμος, δωρ. τ. ἁδύοδμος, ον (Α) ηδύοσμος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ * + οδμος (< οδμή, παλαιότερος τ. του οσμή), πρβλ. εύ οδμος, πολύ οδμος] … Dictionary of Greek
αμβροσίοδμος — ἀμβροσίοδμος, ον (Α) αυτός που αποπνέει άρωμα αμβροσίας τη λ. χρησιμοποιεί και ο Κάλβος «και σεις χρυσά, και σεις αμβροσίοδμα ρόδα τού παραδείσου ελικωνίου» (από το Προοίμιον προς τας Μούσας). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμβροσία + οδμος < ὀδμή αρχαιότερος… … Dictionary of Greek
δαιδαλέοδμος — και δαιδαλέοσμος, ον (Α) αυτός που έχει ασυνήθιστη, εξαίσια οσμή. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. δαιδαλέοδμος < δαιδάλεος + οδμος < οδμή και ο τ. δαιδαλέοσμος < δαιδάλεος + οσμος < οσμή] … Dictionary of Greek