θεός — God masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεός — Το υπέρτατο ον. Κατά τη θρησκευτική σκέψη είναι αιώνιο, δημιουργός και συντηρητής, πρώτη αιτία, άπειρη και μυστηριώδης, όλων όσα υπάρχουν. Στον πρωτόγονο άνθρωπο, η ιδέα του Θ. διαμορφώθηκε σε σχέση με τις τεράστιες ανάγκες, τα εμπόδια και τους… … Dictionary of Greek
θεός — ο θηλ. θεά 1. ον με υπερφυσικές δυνάμεις που λατρεύεται από τον άνθρωπο: Οι θεοί του Ολύμπου. 2. (στη χριστιανική φιλοσοφία), ο δημιουργός του κόσμου, ο ρυθμιστής των νόμων του σύμπαντος. 3. ό,τι αγαπούμε υπερβολικά, το ίνδαλμα: Το χρήμα είναι ο… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Θέος, Δήμος — (Καρδίτσα 1935 –). Σκηνοθέτης. Σπούδασε κινηματογράφο στη σχολή Σταυράκου. Ξεκίνησε ως βοηθός σκηνοθέτη και διευθυντής παραγωγής. Χαρακτηριστικό στοιχείο των ταινιών του είναι ο υπερτονισμός της αισθητικής πλευράς της τέχνης, που ορισμένες φορές… … Dictionary of Greek
Ἐκ παντὸς ξύλου κλῷος γένοιτ’ ἄν καὶ θεός. — ἐκ παντὸς ξύλου κλῷος γένοιτ’ ἄν καὶ θεός. См. Из одного дерева икона и лопата … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ἐκ παντὸς ξύλου κόφων γένοιτ’ ἂν καὶ θεός. — ἐκ παντὸς ξύλου κόφων γένοιτ’ ἂν καὶ θεός. См. Из одного дерева икона и лопата … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ὃταν ὁ θεὸς τὸ γέννημα ὁ διάβολος τὸ σάκκιον. — ὃταν ὁ θεὸς τὸ γέννημα ὁ διάβολος τὸ σάκκιον. См. Бог с рожью, а чорт с костром … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ὅταν σπεύδη τις αὐτός, ῶ θεὸς συνάπτεται. — ὅταν σπεύδη τις αὐτός, ῶ θεὸς συνάπτεται. См. Смелым Бог владает … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Άγνωστος Θεός — Οι αρχαίοι Έλληνες λάτρευαν και μια θεότητα που την αποκαλούσαν Ά.Θ. Για τη λατρεία του θεού αυτού έγραψαν οι Φιλόστρατος, Απολλόδωρος και Παυσανίας. Ο Λουκιανός (Φίλοψ 9) αναφέρει πως στην Αθήνα συνηθιζόταν o όρκος «Νη τον Άγνωστον», δηλαδή Μα… … Dictionary of Greek
Πρὸς τὰ σάκκια μερίζει ὁ θεὸς τὴν κρυάδα. — См. Бог по силе крест налагает … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Εὑρὲ Θεός τὸν ἀλιτρόν. — См. Виноватого Бог сыщет … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)