θετός — placed masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θετός — ή, ό (ΑΜ θετός, ή, όν) [τίθημι] 1. υιοθετημένος («θετός γιος», «θετή κόρη») 2. φρ. α) «θετός πατέρας» αυτός που έχει υιοθετήσει κάποιον β) «θετή μητέρα» αυτή που έχει υιοθετήσει κάποιον μσν. το αρσ. ως ουσ. ο θετός το υιοθετημένο αγόρι μσν. αρχ.… … Dictionary of Greek
θετός — ή, ό 1. τοποθετημένος, βαλμένος. 2. υιοθετημένος: Θετός γιος. – Θετή κόρη. 3. «θετοί γονείς», όχι φυσικοί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θετά — θετός placed neut nom/voc/acc pl θετά̱ , θετός placed fem nom/voc/acc dual θετά̱ , θετός placed fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θετόν — θετός placed masc acc sg θετός placed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θετοῖς — θετός placed masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θετοί — θετός placed masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θετοῦ — θετός placed masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θετούς — θετός placed masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θετῇ — θετός placed fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θετή — θετός placed fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)