ἔν-θετος

ἔν-θετος

ἔν-θετος, eingesetzt, eingelegt, eingepflanzt, od. einzupflanzen; εἰ δ' ἦν ποιητόν τε καὶ ἔνϑετον νόημα, οὔποτ' ἂν ἐξ ἀγαϑοῠ πατρὸς ἔγεντο κακός Theogn. 435, u. Sp.; τὰ ἔνϑετα τῶν δένδρων, gepfropfte Bäume, Hippocr.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θετός — placed masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θετός — ή, ό (ΑΜ θετός, ή, όν) [τίθημι] 1. υιοθετημένος («θετός γιος», «θετή κόρη») 2. φρ. α) «θετός πατέρας» αυτός που έχει υιοθετήσει κάποιον β) «θετή μητέρα» αυτή που έχει υιοθετήσει κάποιον μσν. το αρσ. ως ουσ. ο θετός το υιοθετημένο αγόρι μσν. αρχ.… …   Dictionary of Greek

  • θετός — ή, ό 1. τοποθετημένος, βαλμένος. 2. υιοθετημένος: Θετός γιος. – Θετή κόρη. 3. «θετοί γονείς», όχι φυσικοί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θετά — θετός placed neut nom/voc/acc pl θετά̱ , θετός placed fem nom/voc/acc dual θετά̱ , θετός placed fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θετόν — θετός placed masc acc sg θετός placed neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θετοῖς — θετός placed masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θετοί — θετός placed masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θετοῦ — θετός placed masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θετούς — θετός placed masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θετῇ — θετός placed fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θετή — θετός placed fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”