ἔν-ορκος

ἔν-ορκος

ἔν-ορκος, im Eide, durch einen Eid gebunden; ἔνορκος οὐδενί Soph. Phil. 72; ἔνορκόν τινα ϑέσϑαι, durch einen Eid verpflichten, 800; ἔνορκον λαβεῖν τὸν δῆμον βοηϑήσειν Aesch. 3, 90, der auch ib. 65 sagt ὅπως Κερσοβλέπτης μὴ ἔσται ἔνορκος, μηδὲ μετέσται τῆς συμμαχίας καὶ τῆς εἰρήνης αὐτῷ, damit er nicht in dem durch einen Eid besiegelten Bündniß sei; vgl. Thuc. 2, 72 u. Xen. Hell. 6, 5, 18, τῷ μὴ βουλομένῳ μὴ εἶναι ἔνορκον συμμαχεῖν, sie sollten nicht verpflichtet sein. – Von Sachen, durch einen Eid geheiligt, bestätigt, ϑεῶν δίκη Soph. Ant. 366; φιλίαν τε καὶ ἔχϑραν ἔνορκον παρὰ ϑεῶν Plat. Legg. VIII, 843 a; Plut. ἔνορκοι φιλίαν ἐποιήσαντο, Thes. 30; παρακαταϑήκην ἔνορκον εἰληφώς Dem. 25, 11, unter eidlicher Zusicherung der Zurücklieferung; ἔνορκον ποιεῖσϑαι μὴ πρότερον κομήσειν, schwören, Plat. Phaedr. 89 c; Aesch. 2, 176 τὸ μὴ μνησικακεῖν ἔνορκον ἡμῖν καταστησάντων αὐτῶν, sie ließen uns schwören; Sp., ἔνορκος ἔμενε ἡ συμμαχία Pol. 4, 9, 4; ἔνορκον ἐποίσει τὴν ψῆφον, iuratus sententiam teret, D. Hal. 7, 45. – Adv. ἐνόρκως, z. B. νόμον τηρεῖν Ath. VI, 274 e.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • Ὅρκος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὅρκος — the object by which one swears masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • όρκος — Κατά την αρχική εκδοχή του όρου είναι η επίσημη δήλωση, κατά την οποία ο άνθρωπος επικαλείται τη θεότητα ως μάρτυρα της αλήθειας της διαβεβαίωσης του ή ως εγγυητή της τήρησης υπόσχεσής του. Η έννοια αυτή διευρύνθηκε αργότερα ώστε να περιλάβει… …   Dictionary of Greek

  • όρκος — ο 1. βεβαίωση, υπόσχεση με μάρτυρα το Θεό ή κάποιο ιερό πρόσωπο: Όρκος του δημοσίου υπαλλήλου. 2. φρ., «Κάνω όρκο», ορκίζομαι· «Πατώ όρκο», παραβαίνω κάτι που υποσχέθηκα με όρκο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ὅρκος Ἀφροδίσιος. — См. Клятвы любовные …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Ὅρκοι — Ὅρκος masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὅρκοι — ὅρκος the object by which one swears masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὅρκοις — Ὅρκος masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὅρκοις — ὅρκος the object by which one swears masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὅρκοισι — Ὅρκος masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὅρκοισι — ὅρκος the object by which one swears masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”