- ἔνθρυσκον
ἔνθρυσκον, τό, od. ἄνϑρυσκον, ein wildwachsendes Doldengewächs, Pherecrat. Ath. VII, 316 e.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἔνθρυσκον, τό, od. ἄνϑρυσκον, ein wildwachsendes Doldengewächs, Pherecrat. Ath. VII, 316 e.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ένθρυσκον — ἔνθρυσκον και ἄνθρυσκον, το (Α) άγριο φυτό με σκιαδωτό άνθος, κατά το λεξικό Σούδα παρόμοιο με τον άνηθο και τον μάραθο … Dictionary of Greek
άνθρυσκον — ἄνθρυσκον, το (Α) είδος μαϊντανού με σγουρά φύλλα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβ. ετυμολ. Πιθ. συνδέεται με τα αθήρ, ανθέριξ «το ακανθώδες μέρος του σταχιού». Υπάρχει και δεύτερος τύπος ένθρυσκον, ο οποίος είναι μάλλον υστερογενής] … Dictionary of Greek