- παντ-όφθαλμος
παντ-όφθαλμος, ganz Auge, Ar. frg. 525.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παντ-όφθαλμος, ganz Auge, Ar. frg. 525.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παντόφθαλμος — ον, Α αυτός που είναι γεμάτος μάτια. [ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο) * + ὀφθαλμός (πρβλ. μον όφθαλμος)] … Dictionary of Greek