ἔν-νοια

ἔν-νοια

ἔν-νοια, , der Gedanke, die Vorstellung, der Begriff; χρόνου Plat. Tim. 47 a; ἐν ταῖς περὶ τὸ ὃν ὄντως ἐννοίαις Phil. 59 d; die Bedeutung, ὀνομάτων Galen., D. C. 69, 21; – das Nachdenken, die Erwägung; περὶ τοῠτ' ἔχειν ἔννοιαν, ὅπως Plat. Legg. VI, 769 e; Xen. Cyr. 1, 1, 1; ἔννοια αὐτῷ ἐμπίπτει An. 3, 1, 13; λαβεῖν τινος, woran denken, Eur. Hipp. 1027; Dem. 11, 20; bei Pol. auch = sich eine Vorstellung machen, vermuthen, im Ggstz von ἐπιστήμην καὶ γνώμην ἀτρεκῆ ἔχειν, 1, 4, 9; εἰς ἔννοιαν ἔρχεσϑαί τινος, erkennen, 1, 57, 4; – Ansicht, Meinung, τὰς αὐτὰς ἐννοίας ἔχειν περί τινος D. Sic. 14, 56; τοιαύτην ἔννοιαν ἐμποιεῖν τινι, eine Gesinnung einflößen, Isocr. 5, 150.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • εύνοια — η (ΑΜ εὔνοια, Α ιων. τ. εὐνοίη, ποιητ. τ. εὐνοΐη) ευνοϊκή διάθεση, ευμένεια, ευμενές ενδιαφέρον για κάποιον, υψηλή προστασία κάποιου από ευμενή διάθεση (α. «βεβαιότερος δ ὁ δράσας τὴν χάριν ὥστε ὀφειλομένην δι᾿ εὐνοιας ᾦ δέδωκε σῴζειν»… …   Dictionary of Greek

  • πρωτόνοια — ἡ, Μ η πρώτη σκέψη, ο πρώτος στοχασμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + νοια (< νους < νοῦς), πρβλ. υπό νοια] …   Dictionary of Greek

  • πτωχόνοια — ἡ, Μ έλλειψη νού, φτωχό μυαλό. [ΕΤΥΜΟΛ. < πτωχός + νοια (< νους < νοῦς), πρβλ. μικρό νοια] …   Dictionary of Greek

  • ταυτόνοια — ἡ, Μ ταυτοσημία, ταυτότητα σημασίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταὐτ(ο) / ταυτ(ο) * + νοια (< νους < νοῦς), πρβλ. ἀγχί νοια] …   Dictionary of Greek

  • парано́йя — и, ж. мед. Хроническое душевное расстройство, характеризующееся устойчивыми бредовыми идеями при сохранении в остальном логичности мышления. Паранойя, как известно, характеризуется тем, что человек, умственно здоровый, считающийся и с логикой и с …   Малый академический словарь

  • βαρύνοια — η η έλλειψη οξύνοιας, η αμβλύνοια. [ΕΤΥΜΟΛ. < βαρύς + νοια < νους] …   Dictionary of Greek

  • επίνοια — η (AM ἐπίνοια) 1. σκέψη, ιδέα, γνώμη («οὐδ’ ἐπίνοιαν ποιήσασθαι», Πολ.) 2. αντίληψη, ιδέα («πᾱσαν ἐπίνοιαν ἀτοπίας ὑπερβάλλειν», Πλούτ.) αρχ. 1. η ικανότητα να επινοεί κάποιος, η εφευρετικότητα («oἶvov σὺ τολμᾷς είς ἐπίνοιαν λοιδορεῑν», Αριστοφ.) …   Dictionary of Greek

  • μικρόνοια — η (Μ μικρόνοια) 1. στενοκεφαλιά 2. διανοητική καθυστέρηση ή ανεπάρκεια η οποία χαρακτηρίζεται από ελλιπή κρίση, νωθρότητα σκέψης. [ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο) * + νοια (< νους)] …   Dictionary of Greek

  • Paranoia — Para|noia [...ne̲u̲a; aus gr. παρανοια = Torheit, Wahnsinn] w; : „Verrücktheit“, Bezeichnung für die aus inneren Ursachen erfolgende, schleichende Entwicklung eines dauernden Systems von Wahnvorstellungen …   Das Wörterbuch medizinischer Fachausdrücke

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”