παντό-φυρτος

παντό-φυρτος

παντό-φυρτος, = πάμφυρτος, Aesch. Eum. 524.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κοπρόφυρτος — κοπρόφυρτος, ον (Μ) λερωμένος με κόπρο, σκατωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόπρος + φυρτος (< φύρω «ανακατεύω»), πρβλ. αιμό φυρτος, παντό φυρτος] …   Dictionary of Greek

  • υγρόφυρτος — ον, Μ αναμεμιγμένος με υγρό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγρός + φυρτος (< φύρω «αναμιγνύω»), πρβλ. αιμό φυρτος, παντό φυρτος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”