- ἔμμορα
ἔμμορα u. ἔμμορον, zu μείρομαι, w. m. s.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἔμμορα u. ἔμμορον, zu μείρομαι, w. m. s.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἔμμορα — ἔμμορος partaking in neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔμμορ' — ἔμμορα , ἔμμορος partaking in neut nom/voc/acc pl ἔμμορε , ἔμμορος partaking in masc/fem voc sg ἔμμορε , μείρομαι receive as one s portion perf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μείρομαι — (I) (ΑM μείρομαι) 1. (στον παθ. παρακμ. και υπερσ. ως απρόσ.) εἵμαρται, εἵμαρτο είναι πεπρωμένο, είναι (ήταν) ορισμένο από τη μοίρα («νῡν δὲ με λευγαλέῳ θανάτῳ εἵμαρτο ἁλῶναι», Ομ. Ιλ.) 2. (το θηλ. μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) ἡ εἱμαρμένη η μοίρα,… … Dictionary of Greek