ἔν-δοξος

ἔν-δοξος

ἔν-δοξος, 1) in Ruf u. Ansehen, geehrt, vornehm, Theogn. 195; neben πλούσιος Plat. Soph. 223 b; ποιηταί Xen. Hem. 1, 2, 56; καὶ λαμπρὰ πράγματα Aesch. 3, 231; εἰς τὰ πολεμικά Xen. Hem. 3, 5, 1; ἐπί τινι, Luc. Pseud. 26. – Adv. ἐνδοξότατα, aufs ehrenvollste, Dem. 18, 65. – 2) der gewöhnlichen Meinung, Ansicht gemäß, Ggstz παράδοξος, Arist. rhet. Alex. 12, vgl. rhet. 1, 1 M. Eth. Nicom. 7, 1, 5.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • εύδοξος — I (αρχές 2ου αι. π.Χ.). Θαλασσοπόρος από την Κύζικο. Έφτασε δύο φορές στις Ινδίες, προσεγγίζοντας επίσης στις ακτές της Σομαλίας. Στη συνέχεια περιέπλευσε τη δυτική Αφρική, προσπαθώντας ίσως να φτάσει στις ίδιες χώρες από τη θάλασσα. Έφτασε στα… …   Dictionary of Greek

  • θεοδοξία — θεοδοξία, ἡ (Α) ο δοξασμός τού θεού. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + δοξία (< δοξος < δοκώ), κατά τα ά δοξος > α δοξία. ορθό δοξος > ορθο δοξία] …   Dictionary of Greek

  • ισόδοξος — ἰσόδοξος, ον (Α) (γλωσσ. τού ισοκλεής*) ίσος κατά τη δόξα. επίρρ... ἰσοδόξως (Α) με ίση δόξα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + δοξος (< δόξα), πρβλ. ορθό δοξος, φιλό δοξος] …   Dictionary of Greek

  • καινόδοξος — καινόδοξος, ον (Α) αυτός που έχει καινούργιες δοξασίες, νέα σχέδια για κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < καινός + δοξος (< δόξα «γνώμη»), πρβλ. ματαιό δοξος, μισ αλλό δοξος] …   Dictionary of Greek

  • κακόδοξος — η, ο (AM κακόδοξος, ον) αυτός που έχει εσφαλμένες θρησκευτικές δοξασίες, ανορθόδοξος αρχ. αυτός που έχει κακή φήμη, κακό όνομα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + δοξος (< δόξα), πρβλ. ορθό δοξος, ψευδό δοξος] …   Dictionary of Greek

  • κενόδοξος — η, ο (ΑΜ κενόδοξος, ον) αυτός που επιζητεί κενή, μάταιη δόξα, δοξομανής, ματαιόδοξος μσν. 1. αλαζόνας, φαντασμένος, περήφανος 2. το ουδ. ως ουσ. το κενόδοξον α) ματαιοδοξία β) αλαζονεία γ) τα μεγαλεία («ἠρνήθην... καὶ τὰ λαμπρὰ και τὸ κενόδοξόν… …   Dictionary of Greek

  • κομπόδοξος — κομπόδοξος, ον (Μ) περήφανος, αλαζόνας, κομπορρήμων, καυχησιολόγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόμπος (Ι) «κομπασμός» + δοξος (< δόξα), πρβλ. ορθό δοξος, φιλό δοξος] …   Dictionary of Greek

  • ματαιόδοξος — η, ο 1. αυτός που υπερηφανεύεται για μικρά και ασήμαντα πράγματα, κενόδοξος, ματαιόφρων 2. αυτός που επιζητεί μάταιη δόξα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάταιος + δοξος (< δόξα), πρβλ. απαισιό δοξος, φιλό δοξος] …   Dictionary of Greek

  • ομόδοξος — η, ο (ΑΜ ὁμόδοξος, ον) αυτός που έχει την ίδια γνώμη με άλλον, ομόγνωμος νεοελλ. αυτός που ανήκει στο ίδιο θρησκευτικό δόγμα με κάποιον άλλο μσν. αρχ. αυτός που έχει την ίδια δόξα με άλλον αρχ. (για τους Επικουρείους) αυτός που ανήκει στην ίδια… …   Dictionary of Greek

  • υπόδοξος — ον, Α υποταγμένος, αυτός που εξαρτάται εντελώς από μια γνώμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + δοξος (< δόξα), πρβλ. ἔν δοξος, ἐπί δοξος] …   Dictionary of Greek

  • μεγάδοξος — μεγάδοξος, ον (Μ) μεγαλόδοξος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγα * + δοξος(< δόξα), πρβλ. ματαιό δοξος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”