- παντότης
παντότης, ητος, ἡ, die Allheit, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παντότης, ητος, ἡ, die Allheit, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παντότης — all ness fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παντότης — ητος, ἡ, Α [πας, παντός] η ιδιότητα τού παντός … Dictionary of Greek
παντοτήτων — παντότης all ness fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παντότητα — παντότης all ness fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παντότητας — παντότης all ness fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παντότητες — παντότης all ness fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παντότητι — παντότης all ness fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παντότητος — παντότης all ness fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πας — (I) πάσα, παν / πᾱς, πᾱσα, πᾱν, αιολ. τ. αρσ. παῑς, θηλ. παῑσα, αρκαδ. τ. θηλ. πάνσα, λακων. τ. θηλ. πἆἁ, ΝΜΑ (αντων.) Ι. ΚΛΙΣΗ: 1. στον εν. α) γεν. παντός, πάσης, παντός. β) δοτ. παντί, πάση, παντί γ) (αιτ.) πάντα, πᾱσαν, πᾱν, αρσ. και πᾱν 2.… … Dictionary of Greek