ἔν-δικος

ἔν-δικος

ἔν-δικος, dem Rechte gemäß, gerecht, rechtmäßig; χάρις Ἀρκεσίλᾳ Pind. P. 5, 103; γόος, ὀνείδη, Aesch. Ch. 327 Eum. 130; δάπτει δὲ καὶ τὸ μὴ 'νδικον, die ungerechte. Beschuldigung, Soph. O. R. 682; πίστις, zukommend, σφαγαί, 1420 El. 37; ἔνδικα φρονεῖν, δρᾶν, Eur. Or. 538. 757; τὰ πάντων εἶχον ἐνδικώτατα, das größte Recht haben, Soph. O. C. 929. – Von Menschen, gerecht, Aesch. Eum. 669 Soph. Ant. 208 Ai. 1342; καὶ ἀξιό χρεως Plat. Legg. XI, 915 d; πόλις, in der Gerechtigkeit gehandhabt wird, Hipp. mai. 292 a;ἡμέρα, Gerichtstag, Poll. 8, 25. – Adv. ἐνδίκως, gerecht, μέμφεσϑαι Aesch. Prom. 63, öfter, wie andere Tragg.; auch in Prosa, Plat. Phil. 12 d; νόσημα ἐνδικώτατα ἱερὸν λέγεται Tim. 85 b.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • δικός — και ιδικός και εδικός, ή και ιά, ό (AM ιδικός, ή, όν) ισοδυναμεί με κτητική αντωνυμία 1. συγγενής, οικείος, στενός φίλος 2. (με τις προσωπ. αντων. μου, σου, του ή της, μας, σας, τους) (για πρόσ.) συγγενής ή στενός φίλος, συνεργάτης κ.λπ. 3. (με… …   Dictionary of Greek

  • δικός — ή, ό 1. συγγενής ή φίλος: Είμαστε πολύ δικές με την Ελένη. 2. μαζί με τις προσωπικές αντωνυμίες μου, σου, του, μας, σας, τους, μετατρέπεται σε κτητική αντωνυμία: Αυτό το γραφείο είναι δικό μου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εός — ἐός, ή, όν (Α) 1. (κτητ. αντων. γ εν. προσ.) δικός του, της, του 2. (κτητ. αντων. γ πληθ. προσ.) δικός τους 3. δικός μου 4. δικός σου 5. δικός μας 6. δικός σας. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ε] …   Dictionary of Greek

  • σφέτερος — έρα, ον, Α (κτητ. αντων.) 1. (γ πληθ. πρόσ.) δικός τους («φρόνεον δὲ μάλιστα ἄστυ ποτὶ σφέτερον ἐρύειν», Ομ. Ιλ.) 2. (γ εν. πρόσ.) δικός του («ἠστόχει δὲ τῆς σφετέρας προαιρέσεως», Πολ.) 3. (β πληθ. πρόσ.) δικός σας 4. (β εν. πρόσ.) δικός σου 5.… …   Dictionary of Greek

  • σφός — σφή, σφόν, ΜΑ (κτητ. αντων.) (πάντοτε για πολλούς κτήτορες) δικός τους, δική τους, δικό τους αρχ. 1. (σπαν. σε ποιητές μτγν. τού Ομ.) δικός τους, δικός της 2. δικός σου, σός* 3. δικός μου, εμός 4. εσάς τών δύο, δικός σας, σφωΐτερος*. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • εδικός — (I) ή, ό και ιδικός, ή, ό και δικός, ή, ό (Μ ἐδικός, ή, όν και δικός, ή, όν και ἰδικός, ή, όν) δικός, ιδικός. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. δικός]. (II) ή, ό [Έδα] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Έδα, έργο τής παλαιάς ισλανδικής φιλολογίας …   Dictionary of Greek

  • εύδικος — εὔδικος, ον (Α) δίκαιος, χρηστός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + δικος (< δίκη), πρβλ. ά δικος, φιλό δικος, φυγό δικος] …   Dictionary of Greek

  • σφωΐτερος — (I) τέρα, ον, Α 1. (κτητ. αντωνυμ. επίθ. τού σφῶϊ, αντων. β προσ. δυϊκ. αριθ.) εσάς τών δύο, ο δικός σας («σφωΐτερον... ἔπος», Ομ. Ιλ.) 2. (και για το β εν. πρόσ.) ο δικός σου. [ΕΤΥΜΟΛ. < σφω/σφῶϊ «εσείς οι δύο» + κατάλ. τερος (πρβλ. ἡμέ… …   Dictionary of Greek

  • ευθύδικος — η, ο (ΑΜ εὐθύδικος, ον) αυτός που κρίνει σωστά, αυτός που δικάζει δίκαια αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐθύδικον η ευθυδικία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευθυ * + δικος < δίκη (πρβλ. ά δικος, κατά δικος)] …   Dictionary of Greek

  • εχθόσδικος — ἐχθόσδικος, ἡ (Α) επιγρ. φρ. «ἐχθόσδικος δίκα» δίκη εναντίον ξένου, αλλοδαπού. [ΕΤΥΜΟΛ. < εχθός «εκτός» + δικος (< δίκη), πρβλ. έν δικος, φυγό δικος] …   Dictionary of Greek

  • θεοδικία — η 1. η κρίση τού θεού για την ενοχή ή την αθωότητα τού κατηγορουμένου η οποία εκδηλώνεται με υπερφυσικά σημάδια 2. η δικαίωση τού θεού για τη δημιουργία τού κακού στον κόσμο. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. λατ. judicium dei < θεο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”