- ἔν-ακμος
ἔν-ακμος, in Blüthe, Kraft stehend, Poll. 2, 10.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἔν-ακμος, in Blüthe, Kraft stehend, Poll. 2, 10.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
υπέρακμος — ον, ΜΑ αυτός που έχει περάσει πλέον την ακμή τής ηλικίας του μσν. 1. (το ουδ. ενεστ. ως ουσ.) τὸ ὑπέρακμον η ώριμη ηλικία, η ηλικία μετά τη νεότητα 2. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) ὑπέρακμα στην ώριμη πια ηλικία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + ακμος (<… … Dictionary of Greek