ἔδεσμα

ἔδεσμα

ἔδεσμα, τό, die Speise, das Essen, Plat. Tim. 73 a; Isocr. 8, 109; Antiphan. Ath. III, 127 d.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἔδεσμα — meat neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έδεσμα — το (AM ἔδεσμα) 1. φαγητό, τροφή 2. φαγώσιμα κυρίως ψημένα μσν. (στα μοναστήρια) προσφάι. [ΕΤΥΜΟΛ. Υστερογενής σχηματισμός σε μα από το θ. τού αορ. ηδέσθην, παρακμ. εδήδεσμαι τού έδω*. Πρόκειται πιθ. για μεταπλασμό ενός αρχαίου ονόματος *έδμα] …   Dictionary of Greek

  • έδεσμα — το, ατος φαγητό, φαγώσιμο, φαΐ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐδεσμάτων — ἔδεσμα meat neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐδέσμασι — ἔδεσμα meat neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐδέσμασιν — ἔδεσμα meat neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐδέσματα — ἔδεσμα meat neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐδέσματι — ἔδεσμα meat neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐδέσματος — ἔδεσμα meat neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεζές — ο 1. έδεσμα σε μικρή ποσότητα και συνήθως σε μικρά κομμάτια που προσφέρεται ως ορεκτικό για να συνοδέψει το κρασί ή άλλο οινοπνευματώδες ποτό 2. (κατ επέκτ.) ελάχιστη ποσότητα φαγητού («το μεσημέρι δεν έφαγα, έναν μεζέ πήρα μόνο») 3. μτφ. μικρό… …   Dictionary of Greek

  • παράθεμα — το ΝΜΑ [παρατίθημι] νεοελλ. 1. απόσπασμα από συγγραφικό έργο που παρατίθεται αυτούσιο στον γραπτό λόγο για διασάφηση κάποιας έννοιας 2. μουσ. σύνθεση που συνδυάζει αριθμό γνωστών μελωδιών είτε ταυτόχρονα είτε, σπανιότερα, διαδοχικά, για την… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”