- ἔμεσμα
ἔμεσμα, τό, das Ausgebrochene; auch = Vorigem, Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἔμεσμα, τό, das Ausgebrochene; auch = Vorigem, Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἔμεσμα — vomit neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έμεσμα — το (Α ἔμεσμα) το αποτέλεσμα τού εμετού, το ξέρασμα … Dictionary of Greek
έμεσμα — το, ατος ό,τι βγαίνει με τον εμετό, ξέρα σμα, ξερατό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐμεσμάτων — ἔμεσμα vomit neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμέσματα — ἔμεσμα vomit neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμέσματι — ἔμεσμα vomit neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμέσματος — ἔμεσμα vomit neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξερατό — το 1. ξέρασμα, εμετός, έμεσμα 2. μτφ. οτιδήποτε προκαλεί αηδία, λ.χ. φαγητό, λόγος, συμπεριφορά 3. στον πληθ. τα ξερατά ναυτ. μικροί ύφαλοι που γίνονται ορατοί μόνον όταν αποτραβιούνται τα νερά ή όταν η θάλασσα είναι ρηχή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξερνώ, με … Dictionary of Greek