ἔνεροι

ἔνεροι

ἔνεροι, οἱ (ἐν, vgl. ἐνέρτερος, ἔνερϑε), die Unteren, die unter der Erde sind, die Todten; ἄναξ ἐνέρων, ἐνέροισιν ἀνάσσων, Il. 15, 188. 20, 61; Hes. Th. 830; so heißt Hades auch bei den Tragg. βασιλεὺς ἐνέρων, Aesch. Pers. 621; οἱ ἔνεροι auch bei Plat. Rep. III, 387 b u. Plut.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ένεροι — ἔνεροι, οι (Α) αυτοί που βρίσκονται μέσα στη γη, υποχθόνιοι, νεκροί («Ἀΐδης ἐνέροισιν ἀνάσσων», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ένερθε] …   Dictionary of Greek

  • ἔνεροι — those below masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνέροις — ἔνεροι those below masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνέροισι — ἔνεροι those below masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνέροισιν — ἔνεροι those below masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνέρους — ἔνεροι those below masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνέρων — ἔνεροι those below masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ένερθε — ἔνερθε και ἔνερθεν και νέρθε και νέρθεν και δωρ. τ. ἔνερθα (Α) 1. από κάτω («ἔνερθε Ποσειδάων ἐτίναξε γαῑαν», Ομ. Ιλ.) 2. κάτω (χωρίς έννοια κινήσεως) («μαιμήωσι δ ἔνερθε πόδες και χεῑρες ὕπερθε», Ομ. Ιλ.) 3. (παρεμβαλλόμενο σε έναρθρο ουσ. πληθ …   Dictionary of Greek

  • αλίβας — Όνομα που έδιναν οι αρχαίοι σε ποταμό που βρισκόταν, σύμφωνα με τις θρησκευτικές αντιλήψεις τους, στον Άδη. Από τον ποταμό αυτό ονομάστηκε και η φυλή Αλιβαντίς. Α. λεγόταν και o ιδρυτής της πόλης Μεταπόντιο. Η πόλη αναφέρεται και με τα ονόματα… …   Dictionary of Greek

  • ενέρτερος — ἐνέρτερος, α, ον (Α) (συγκρ. τού ἔνερος, οι) 1. αυτός που βρίσκεται πιο βαθιά, πιο κάτω, πιο υποχθόνιος, τρίσβαθος («καὶ κεν δὴ πάλαι ἦσθα ἐνέρτερος Οὐρανιώνων», Ομ. Ιλ.) 2. (ο πληθ. τού αρσ. ως ουσ.) οἱ ἐνέρτεροι οι ένεροι, οι υποχθόνιοι, οι… …   Dictionary of Greek

  • en1 —     en1     English meaning: in, *into, below     Deutsche Übersetzung: “in”     Note: (: *n̥; Slav. also *on?); eni, n(e)i; perhaps also n̥dhi (ending as epi, obhi etc. perhaps related to loc. in i, if if not even created after it).     Material …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”