ἔμ-βρεγμα

ἔμ-βρεγμα

ἔμ-βρεγμα, τό, feuchter Umschlag, Medic.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • βρέγμα — front part of the head neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βρέγμα — το (AM βρέγμα και βρέχμα, το και βρεγμός και βρεχμός, ο) το σημείο συνάντησης των ραφών ανάμεσα στο μετωπιαίο και στα βρεγματικά οστά του κρανίου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η ήδη αρχαία (Ιπποκρ., Αριστ.) ετυμολόγηση της λ. < βρέχω (λόγω του… …   Dictionary of Greek

  • βρέγμα — το μέρος του κρανίου πάνω από το μέτωπο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βρέγμ' — βρέγμα , βρέγμα front part of the head neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βρεγμάτων — βρέγμα front part of the head neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βρέγματα — βρέγμα front part of the head neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βρέγματι — βρέγμα front part of the head neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βρέγματος — βρέγμα front part of the head neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Gehirn, das — Das Gehirn, des es, plur. die e. 1) Eigentlich, dasjenige weiche weiße Wesen in der Höhle der Hirnschale, welches aus zwey Kugeln bestehet, wovon die größere im engern Verstande das Gehirn, die kleinere aber das Gehirnlein oder Hirnlein genannt… …   Grammatisch-kritisches Wörterbuch der Hochdeutschen Mundart

  • βρεγματικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο βρέγμα 2. «βρεγματικά οστά» τα οστά του κρανίου που σχηματίζουν ένα μέρος του πλάγιου και του επάνω σκελετού της κεφαλής από κάθε πλευρά …   Dictionary of Greek

  • εσχατώ — ἐσχατῶ, άω (Α) [έσχατος] 1. μένω τελευταίος 2. (για τόπο) είμαι, βρίσκομαι στο άκρο 3. φθάνω στο τέλος («κούρη ἀπ ὠδίνων τεχθήσεται ἐσχατόωσα», Μαν.) 4. φρ. α) «ἀφ ἑσπέρου ἐσχατόωντος» από την απωτάτη δύση (Καλλ.) β) «κάρηνον ἐσχατόων» το τμήμα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”