- ἔμ-βρυος
ἔμ-βρυος, voll Moos, Nonn. 41, 29.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἔμ-βρυος, voll Moos, Nonn. 41, 29.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
Bryozoa — Temporal range: Upper Cambrian–Recent[1] … Wikipedia
βρύο — το και βρύος, ο (AM βρύον) σποριόφυτο του φύλου βρυόφυτα σε υγρά μέρη και ακτές. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. του βρύω ή ρηματικό όνομα αυτού (πρβλ. θύω, θύον). Γι αυτές τις λέξεις δεν υπάρχει βέβαιη ετυμολογία. Τις συνέδεσαν με λατ. frutex «θάμνος,… … Dictionary of Greek
κισσόβρυος — κισσόβρυος, ον (Α) σκεπασμένος με κισσό, γεμάτος κισσό. [ΕΤΥΜΟΛ. < κισσός + βρυος (< βρύω)] … Dictionary of Greek
ՇԱՐԱՒ — (ոյ, ոց.) NBH 2 0472 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 10c գ. πύον, βρόμος, βρώμος, βρύος pus, putredo, sanies, cruor, foetor. (լծ. թ. ճիրահաթ. լտ. գռու՛օր ) Արիւն փտեալ. թարախ. ժահր վիրաց՝ մսոյ եւ գիշոյ. խղխայթ.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)