ἔκ-γονος

ἔκ-γονος

ἔκ-γονος, erzeugt, abstammend von, bes. ὁ ἔκγ., der Sohn, Il. 5, 813; öfter Tragg. u. Folgde; ἡ ἔκγονος, die Tochter, Od. 11, 236; Eur. Hec. 955; Enkel, eigtl. ἔκγονοι ἐκγόνων, Plat. Crit. 112 c, vgl. ἔγγονος, vom Enkel der gowöhnliche Ausdruck; übh. Nachkomme, Tragg.; Thuc. 1, 9; οἱ τῆςδε τῆς χώρας ἔκγονοι Plat. Menex. 239 d; τὸ γεννώμενον εἶναι τῶν ποιουμένων ἔκγονον Plat. Legg. XI, 930 d; τὸ ἔκγονον, die Nachkommenschaft, Aesch. Prom. 137. Von Thieren, λέοντος, ἵππου, Plat. Crat. 393 b. Seltener von leblosen Dingen, ἔκγονα κλυτᾶς χϑονὸς αὔξεται Soph. O. R. 171; Plat. δειλίας ἔκγονος ἡ ἀργία Legg. X, 901 e; ἔκγ. ὕβρεως ἀδικία III, 691 c; τὰ ζωγραφίας ἔκγονα Phaedr. 275 d, vgl. 278 a; neben τόκος Rep. VI, 507 a VIII, 555 e.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • γόνος — that which is begotten masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γόνος — Το προϊόν της γέννησης ή γονιμοποίησης, το τέκνο, ο απόγονος. Στα έντομα, γ. λέγονται τα αβγά τους, στα φυτά η γύρη των λουλουδιών και τα σπέρματα, στις μέλισσες όλες οι φάσεις της μεταμόρφωσης από το αβγό έως τη νύμφη, στα ψάρια το έκκριμα των… …   Dictionary of Greek

  • γόνος — ο 1. το παιδί, το τέκνο, ο απόγονος: Είναι γόνος αριστοκρατικής οικογένειας. 2. τα αβγά των ψαριών και τα νεαρά ψαράκια. 3. η γύρη των λουλουδιών. 4. το σπέρμα, ο σπόρος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γονός — Το προϊόν της γέννησης ή γονιμοποίησης, το τέκνο, ο απόγονος. Στα έντομα, γ. λέγονται τα αβγά τους, στα φυτά η γύρη των λουλουδιών και τα σπέρματα, στις μέλισσες όλες οι φάσεις της μεταμόρφωσης από το αβγό έως τη νύμφη, στα ψάρια το έκκριμα των… …   Dictionary of Greek

  • γόνω — γόνος that which is begotten masc/fem nom/voc/acc dual γόνος that which is begotten masc/fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γόνε — γόνος that which is begotten masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γόνοι — γόνος that which is begotten masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γόνοιο — γόνος that which is begotten masc/fem gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γόνοις — γόνος that which is begotten masc/fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γόνον — γόνος that which is begotten masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γόνου — γόνος that which is begotten masc/fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”