ἔκ-κλυσμα

ἔκ-κλυσμα

ἔκ-κλυσμα, τό, das Ausgespülte, der Schmutz, Plut. non posse 4 M.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κλύσμα — liquid used for washing out neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλύσμα — το (AM κλύσμα) [κλύζω] το υγρό που εισάγεται με κλυστήρα σε σωματική κοιλότητα για καθαρισμό της και, κυρίως, για καθαρισμό τών εντέρων νεοελλ. 1. ο καθαρισμός τών εντέρων με την έγχυση υγρού με ειδική συσκευή η οποία απολήγει σε κατάλληλο ρύγχος …   Dictionary of Greek

  • κλύσμα — το, ατος 1. το υγρό που χύνεται με τον κλυστήρα σε κοιλότητα του σώματος. 2. κλυστήρας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κλυσμάτων — κλύσμα liquid used for washing out neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλύσμασι — κλύσμα liquid used for washing out neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλύσμασιν — κλύσμα liquid used for washing out neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλύσματα — κλύσμα liquid used for washing out neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλύσματι — κλύσμα liquid used for washing out neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλύσματος — κλύσμα liquid used for washing out neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλυστήρι — και κλυστήρι, το [κλυστήριον] 1. το κλύσμα 2. πλύση που γίνεται με κλύσμα …   Dictionary of Greek

  • κλυσμάτιον — κλυσμάτιον, τὸ (Α) μικρό κλύσμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλύσμα, τος + υποκορ. κατάλ. ιον (πρβλ. δεμάτ ιον, σωμάτ ιον)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”