ἔγ-γαλος

ἔγ-γαλος

ἔγ-γαλος (γαλα), milchend, Hesych.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • γάλος — Ορνιθόμορφο πτηνό της μικρής οικογένειας των μελεαγριδιδών, που περιλαμβάνεται στην ευρεία και ετερογενή υπόταξη των γάλων. Η επιστημονική ονομασία του είναι μελεαγρίς ο αλεκτρυνοταώς ή ινδόρνιθα. Καλείται επίσης γ. ο κοινός (γαλοπούλα ή διάνος)… …   Dictionary of Greek

  • γάλος — ο η ινδική όρνιθα, ο διάνος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γάλα — Υγρό που εκκρίνεται από τους μαστικούς αδένες των θηλαστικών. Το γ. είναι ένα γαλάκτωμα, δηλαδή νερό με λεπτότατα λιποσφαίρια που περιέχει, εκτός από το λίπος, πρωτεΐνες, υδατάνθρακες, ένζυμα, άλατα και βιταμίνες. Όλα τα συστατικά αυτά φέρονται… …   Dictionary of Greek

  • γαλήσιος — α, ο [γάλος] αυτός που ανήκει σε γαλοπούλα ή προέρχεται απ αυτήν …   Dictionary of Greek

  • γαλί — το 1. μικρό γαλόπουλο 2. γαλοπούλα 3. άνθρωπος ανόητος. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. τού γάλος*] …   Dictionary of Greek

  • γαλόπουλο — το μικρός γάλος, μικρή γαλοπούλα …   Dictionary of Greek

  • διάνος — ο (θηλ. διάνα, η) [ινδιάνος] κοινή ονομασία τού οικόσιτου πουλιού γάλος …   Dictionary of Greek

  • κούρκος — ο, θηλ. κούρκα άλλη λαϊκή ονομασία τής γαλοπούλας, αλλ. γάλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρουμ. curcă < σλαβ. kurka] …   Dictionary of Greek

  • κύρκας — κύρκας, ὁ (Μ) 1. η ινδική όρνιθα, ο κούρκος, ο γάλος 2. μτφ. θωπευτική προσηγορία τών ανδρών από τις γυναίκες («οὕτω καὶ νῡν ἀνάστησον τὸν φίλτατόν μου κύρκαν», Διγ. Ακρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με τον τ. κούρκος*] …   Dictionary of Greek

  • πολύγαλος — ον Α πολυγάλακτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + γάλα (πρβλ. έγ γαλος)] …   Dictionary of Greek

  • απροσδιόριστη ανάλυση — Ο κλάδος των μαθηματικών που ασχολείται με την έρευνα των ακέραιων λύσεων ενός αλγεβρικού συστήματος από μία ή περισσότερες εξισώσεις με ακέραιους συντελεστές. Πολλά πρακτικά ζητήματα οδηγούν σε προβλήματα α.α. και αυτός είναι o λόγος που τα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”