- ἔγγιστος
ἔγγιστος u. ἐγγίων, superl. u. comp. zu ἐγγύς.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἔγγιστος u. ἐγγίων, superl. u. comp. zu ἐγγύς.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
έγγιστος — η, ο (AM ἔγγιστος, η, ον) (υπερθ. τού εγγύς) Ι. αυτός που βρίσκεται πολύ κοντά II. (το ουδ. ως επίρρ.) έγγιστα 1. πάρα πολύ κοντά, πλησιέστατα 2. φρ. «ως έγγιστα» περίπου αρχ. 1. προ ολίγου 2. φρ. «οἱ ἔγγιστα» οι πολύ στενοί συγγενείς … Dictionary of Greek
ἐγγιστότατα — ἔγγιστος nearer adverbial superl ἔγγιστος nearer neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔγγιστον — ἔγγιστος nearer masc acc sg ἔγγιστος nearer neut nom/voc/acc sg ἐγγίων nearer masc acc sg ἐγγίων nearer neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔγγιστα — ἔγγιστος nearer neut nom/voc/acc pl ἐγγίων nearer neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔγγιστ' — ἔγγιστα , ἔγγιστος nearer neut nom/voc/acc pl ἔγγιστε , ἔγγιστος nearer masc voc sg ἔγγισται , ἔγγιστος nearer fem nom/voc pl ἔγγιστα , ἐγγίων nearer neut nom/voc/acc pl ἔγγιστε , ἐγγίων nearer masc voc sg ἔγγισται , ἐγγίων nearer fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έγγιστα — επίρρ. βλ. έγγιστος … Dictionary of Greek
πρόξιμος — ὁ, ΝΜ εκκλ. αξιωματούχος με κύριο καθήκον τη μέριμνα για τις κωδωνοκρουσίες τών ναών μσν. 1. έγγιστος*, πρώτος γραμματέας υψηλού αξιωματούχου 2. δευτερεύων, δεύτερος κατά την τάξη αξιωματικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. proximus «ο πιο κοντινός»] … Dictionary of Greek