- ἔκ-κρουσις
ἔκ-κρουσις, ἡ, 1) das Herausschlagen, -treiben, Xen. Cyn. 10, 12. – 2) bei der Instrumentalmusik, = ἔκληψις, Ggstz von πρόκρουσις, Anon. de mus. 6.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἔκ-κρουσις, ἡ, 1) das Herausschlagen, -treiben, Xen. Cyn. 10, 12. – 2) bei der Instrumentalmusik, = ἔκληψις, Ggstz von πρόκρουσις, Anon. de mus. 6.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
Κρουσίς — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κροῦσις — striking fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κρουσίδι — Κρουσίς fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κρουσίδος — Κρουσίς fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κροῦσιν — κροῦσις striking fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρούσει — κρούω strike aor subj act 3rd sg (epic) κρούω strike fut ind mid 2nd sg κρούω strike fut ind act 3rd sg κρού̱σει , κροῦσις striking fem nom/voc/acc dual (attic epic) κρού̱σεϊ , κροῦσις striking fem dat sg (epic) κρού̱σει , κροῦσις striking fem… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρούση — Συνάντηση δύο ή περισσότερων κινούμενων σωμάτων, η οποία επιτρέπει την ανταλλαγή ενέργειας μεταξύ τους. Ο όρος κ. –όπως χρησιμοποιείται στη φυσική– δεν προϋποθέτει απαραίτητα την επαφή των σωμάτων. Στην κλασική μηχανική, τα προβλήματα κ.… … Dictionary of Greek
κρούσεις — κρούω strike aor subj act 2nd sg (epic) κρούω strike fut ind act 2nd sg κρού̱σεις , κροῦσις striking fem nom/voc pl (attic epic) κρού̱σεις , κροῦσις striking fem nom/acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Архилох — Для улучшения этой статьи желательно?: Проставить шаблон карточку, который существует для предмета статьи. Пример использования шаблона есть в статьях на похожую тематику … Википедия
Нижняя Македония — (фиол.) как ядро македонского царства. Нижняя Македония или собственно Македония исторический географический термин. Включала в себя прибрежную равнину между рекой … Википедия
κρουσιλύρης — κρουσιλύρης, ὁ (Α) αυτός που παίζει λύρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κρουσ τού κρούω (πρβλ. κρούσις) + λυρης (< λύρα), πρβλ. ηδυ λύρης, χρυσο λύρης. Η λ. είναι σύνθ. τού τύπου τερ ψίμβροτος*] … Dictionary of Greek