- ἔγ-χορδος
ἔγ-χορδος, mit Saiten versehen, Sp., Poll. 4, 58.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἔγ-χορδος, mit Saiten versehen, Sp., Poll. 4, 58.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εφτάχορδος — η, ο επτάχορδος, με επτά χορδές. [ΕΤΥΜΟΛ. < εφτα * + χορδος (< χορ δή), πρβλ. έγ χορδος, μονό χορδος] … Dictionary of Greek
ισόχορδος — η, ο (Α ἰσόχορδος, ον) αυτός που έχει ισάριθμες ή ισομήκεις χορδές. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + χορδος (< χορδή), πρβλ. βαρύ χορδος, ολιγό χορδος] … Dictionary of Greek
μονόχορδος — η, ο (ΑΜ μονόχορδος, ον) 1. αυτός που έχει μία μόνο χορδή 2. το ουδ. ως ουσ. το μονόχορδο(ν) μουσικό όργανο με μία χορδή, κινητό καβαλάρη και παραλληλόγραμμο ηχείο, που χρησιμοποιήθηκε στην αρχαιότητα για τη μέτρηση και τη θεωρητική αναπαράσταση… … Dictionary of Greek
ποσάχορδος — ον, Α με πόσες χορδές. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόσος + χορδος (< χορδή) κατά τα τετρά χορδος, πεντά χορδος] … Dictionary of Greek
ολιγόχορδος — ὀλιγόχορδος, ον (Α) αυτός που έχει λίγες χορδές. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο) (βλ. λ. λιγο ) + χορδος (< χορδή), πρβλ. ισό χορδος] … Dictionary of Greek
παράχορδος — η, ο μουσ. 1. (για ήχο) αυτός που παράγεται όχι από τη χορδή που έπρεπε να κρουσθεί, αλλά από άλλη, διπλανή, δηλαδή ο παράτονος, ο παράφωνος, ο δυσαρμονικός 2. (για έγχορδο όργανο) ο κουρντισμένος εσφαλμένα ή άσχημα, ο κακοκουρντισμένος ή ο… … Dictionary of Greek
πεντάχορδος — η, ο / πεντάχορδος, ον, ΝΜΑ 1. (για μουσικά όργανα) αυτός που έχει πέντε χορδές 2. το ουδ. ως ουσ. το πεντάχορδο αρχαίο ελληνικό μουσικό όργανο σκυθικής προέλευσης με πέντε χορδές το οποίο παιζόταν με πλήκτρο 3. φρ. «πεντάχορδο μουσικό σύστημα» ή … Dictionary of Greek
πεντεκαιδεκάχορδος — η, ο / πεντεκαιδεκάχορδος, ον, ΝΜΑ αυτός που αποτελείται από δεκαπέντε χορδές νεοελλ. φρ. «πεντεκαιδεκάχορδο σύστημα» μουσ. μουσικό σύστημα που εκτείνεται σε δύο οκτάβες, δηλ. 15 φθόγγους, και συντίθεται από 4 τετράχορδα. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
πολύχορδος — η, ο / πολύχορδος, ον, ΝΑ (για μουσ. όργανο) αυτός που έχει πολλές χορδές νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το πολύχορδο ηχόμετρο στο οποίο εκτείνονται πολλές χορδές αρχ. 1. (σχετικά με αυλό) αυτός που παράγει, που εκπέμπει πολλές φωνές 2. (σχετικά με… … Dictionary of Greek
σύγχορδος — ον, Α (για μουσικές χορδές) αυτός που συγκροτεί αρμονία, αρμονικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + χορδος (< χορδή), πρβλ. ἔγ χορδος] … Dictionary of Greek
τετράχορδος — η, ο / τετράχορδος, ον, ΝΑ αυτός που έχει τέσσερεις χορδές νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το τετράχορδο α) έγχορδο μουσικό όργανο με τέσσερεις χορδές β) ανιούσα διαδοχή τεσσάρων φθόγγων Ι αρχ. το ουδ. ως ουσ. μουσική κλίμακα που περιλαμβάνει δύο τόνους… … Dictionary of Greek