- ἔκτομον
ἔκτομον, τό, schwarzer Helleborus, Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἔκτομον, τό, schwarzer Helleborus, Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἔκτομον — black hellebore neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκτόμου — ἔκτομον black hellebore neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔκτομα — ἔκτομον black hellebore neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έκτομος — η, ο (Α ἔκτομος, ον) 1. ο εκτετμημένος, ο εκτομίας, ο ευνούχος 2. το ουδ. ως ουσ. το έκτομον φυτό φαρμακευτικό με δυσάρεστη οσμή και πικρή γεύση, ελλέβορος ο μέλας ή ο ανατολικός … Dictionary of Greek