- ἔκ-τισμα
ἔκ-τισμα, τό, die erlegte Buße, Plat. Rep. X, 615 b; D. Hal. 10, 52.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἔκ-τισμα, τό, die erlegte Buße, Plat. Rep. X, 615 b; D. Hal. 10, 52.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μπογιά(ν)τισμα — το το βάψιμο, το χρωμάτισμα: Με το μπογιάτισμα το σπίτι θα φαίνεται πιο καθαρό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀκράτισμα — ἀκρά̱τισμα , ἀκράτισμα a breakfast neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)