ἔκ-τυφος

ἔκ-τυφος

ἔκ-τυφος, aufgedunsen, schwülstig, Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • τῦφος — frigidae febres masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τύφος — ο / τῡφος, ΝΜΑ, και αττ. τ. τυφός Α νεοελλ. 1. ιατρ. ονομασία διαφόρων λοιμωδών παθήσεων, όπως είναι ο εξανθηματικός τύφος, οι υπόστροφοι πυρετοί ή υπόστροφοι τύφοι, ο κοιλιακός τύφος ή τυφοειδής πυρετός κ.ά. 2. (κτην.) κοινή ονομασία διαφόρων… …   Dictionary of Greek

  • τυφός — ὁ, Α (αττ. τ.) βλ. τύφος …   Dictionary of Greek

  • τύφος ή τυφοειδής πυρετός — (Ιατρ.). Οξεία λοιμώδης νόσος, που κατά μέσο όρο διαρκεί 4 5 βδομάδες, με χαρακτήρα ενδημικό επιδημικό. Πρώτη φορά την περιέγραψαν το 1659. Τον υπεύθυνο λοιμώδη παράγοντα ανακάλυψε το 1880 ο Γερμανός γιατρός μικροβιολόγος Καρλ Γιόζεφ Έμπερτ… …   Dictionary of Greek

  • τύφος — ο βαριά λοιμώδης αρρώστια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τῦφοι — τῦφος frigidae febres masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μισότυφος — μισότυφος, ον (Α) αυτός που μισεί την αλαζονεία, την περηφάνια. [ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ + τῦφος «αλαζονεία, έπαρση» (πρβλ. σεμνό τυφος, φιλό τυφος)] …   Dictionary of Greek

  • TYPHUS — Graece Τύφος, memoratus Philoni, l. de Temul. de vita Mosis, l. 3. libro de Spec. Legibus, et de Monarchia, l. 2. non mania est seu stultitia, ut apud Hippocratem, Plutarchum, Lucianum et Suidam; Arnobium item, l. 2. mentis elatio et typhus, ex… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ολβιότυφος — ὀλβιότυφος, ον (Α) (ως προσωνυμία τού Αρχύτα) ο μακάριος στην οίηση και στην αλαζονεία του, ο ευτυχισμένος σύμφωνα με τη δική του γνώμη, αυτός που με την έπαρσή του νομίζει ότι είναι ευτυχισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄλβιος «ευτυχισμένος» + τῦφος… …   Dictionary of Greek

  • τυφοειδής — ές, Ν 1. τυφώδης 2. φρ. α) «τυφοειδής πυρετός» (i) ιατρ. λοιμώδης νόσος προκαλούμενη από το μικρόβιο Salmonella typhi, αλλ. κοιλιακός τύφος ii) (κτην.) οξεία μεταδοτική νόσος τών ιπποειδών β) «τυφοειδείς λοιμώξεις» (κτην.) παλαιότερη γενική… …   Dictionary of Greek

  • τυφώδης — ες / τυφώδης, ῶδες, ΝΑ [τῡφος] 1. (για πυρετό) όμοιος με τύφο, τυφοειδής 2. αλαζονικός, υπεροπτικός νεοελλ. φρ. «τυφώδης κατάσταση» ιατρ. κατάσταση ληθάργου και αδιαφορίας που παρατηρείται σε βαριά λοιμώδη νοσήματα, όπως είναι κατ εξοχήν ο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”