ἔκ-στιλβος

ἔκ-στιλβος

ἔκ-στιλβος, hervorglänzend, Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • στιλβός — ή, όν, ΜΑ [στίλβω] στιλπνός, λαμπρός, γυαλιστερός («καί τι καὶ στίλβον ἔχειν ὁμοίως πυρί», Γαλ.) …   Dictionary of Greek

  • στιλβότερον — στιλβός adverbial comp στιλβός masc acc comp sg στιλβός neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στιλβόν — στιλβός masc acc sg στιλβός neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στιλβῆς — στιλβός fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στιλβή — στιλβός fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στιλβότερος — στιλβός masc nom comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στιλβένιο — το, Ν χημ. 1. ακόρεστος και αρωματικός υδρογονάνθρακας που χρησιμοποιείται για την παρασκευή χρωστικών υλών, αλλ. τολουυλένιο ή 1, 2 διφαινυλαιθυλένιο 2. φρ. «χρώματα τού στιλβενίου» τάξη χρωστικών υλών. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ.… …   Dictionary of Greek

  • στιλβοποιώ — έω, Α κάνω κάτι στιλπνό, κάνω κάτι να λάμπει («μίγνυται δὲ καὶ σμήγμασιν ὀδόντων καὶ ἐπιχρίσμασι προσώπου στιλβοποιοῡσα», Διοσκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < στιλβός + ποιῶ (< ποιός*)] …   Dictionary of Greek

  • στιλβότης — ητος, ἡ, ΜΑ [στιλβός] η ιδιότητα τού στιλβού, στιλπνότητα («τὴν τῶν ἀστέρων... στιλβότητα, τὴν λαμπηδόνα ἐκείνην καὶ στιλβότητα», Βασ.) …   Dictionary of Greek

  • στιλβώνω — στιλβῶ, όω, ΝΜΑ [στιλβός] καθιστώ κάτι στιλπνό, κάνω κάτι να λάμπει, δίνω λάμψη σε μια επιφάνεια, γυαλίζω, λουστράρω αρχ. παθ. στιλβοῡμαι, όομαι ακτινοβολώ, λάμπω …   Dictionary of Greek

  • χρυσ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λέξη χρυσός (Ι) και δηλώνει ότι το β συνθετικό έχει σχέση, αναφέρεται στον χρυσό ως μέταλλο (πρβλ. χρυσό διφρος, χρυσο σάνδαλος, χρυσο χόος), ότι έχει το χρώμα ή την… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”