ἔκ-σπονδος

ἔκ-σπονδος

ἔκ-σπονδος, vom Frieden oder Bündniß ausgeschlossen; Thuc. 3, 68; Xen. Hell. 5, 1, 32 u. Sp.; τῶν συνϑηκῶν Pol. 22, 13, 5. Gegen einen Vertrag handelnd, gegen den Vertrag, εἴ τι πεπόνϑασιν ἔκσπονδον Dion. Hal. 2, 72.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ημίσπονδος — ἡμίσπονδος, ον (Α) αυτός που έχει συνάψει περιορισμένες, όχι γενικές σπονδές, που είναι μόνο εν μέρει δεσμευμένος έναντι άλλου με συνθήκη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + σπονδος (< σπονδή), πρβλ. παρά σπονδος, υπό σπονδος] …   Dictionary of Greek

  • σύσπονδος — ον, Α ομόσπονδος. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + σπονδος (< σπονδή < σπένδω), πρβλ. παρά σπονδος, υπό σπονδος] …   Dictionary of Greek

  • φερέσπονδος — ον, ΜΑ αυτός που προσφέρει σπονδές. [ΕΤΥΜΟΛ. < φέρω (για τη μορφή τού α συνθετικού βλ. λ. φέρω) + σπονδός (< σπονδή), πρβλ. παρά σπονδος, φιλό σπονδος] …   Dictionary of Greek

  • οινόσπονδος — οἰνόσπονδος, ον (Α) 1. αυτός που προσφέρεται με σπονδή οίνου («οἰνοσπονδοι θυσίαι», Πολυδ.) 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ οἰνόσπονδα (ενν. ιερά) σπονδές που γίνονταν με οίνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + σπονδος (< σπονδή), πρβ λ. φερέ σπονδος] …   Dictionary of Greek

  • παράσπονδος — η, ο / παράσπονδος, ον, ΝΑ 1. αυτός που παραβαίνει τις σπονδές, τις συνθήκες, που δεν τηρεί τις συμφωνίες 2. (για πρόσ.) ο παραβάτης συνθηκών και συμφωνιών, ο επίορκος 3. αυτός που γίνεται κατά παράβαση τών συνθηκών. επίρρ... παρασπόνδως Α κατά… …   Dictionary of Greek

  • τρίσπονδος — ον, Α φρ. «τρίσπονδοι χοαί» τριπλή νεκρική σπονδή από μέλι, γάλα και κρασί. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + σπονδος (< σπονδή), πρβλ. ἡμί σπονδος] …   Dictionary of Greek

  • τριτόσπονδος — ον, Α φρ. «τριτόσπονδος αἰών» η ζωή κάποιου που αξιώθηκε να τελέσει και την τρίτη σπονδή στον Δία, η πλήρης ευτυχία. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρίτος + σπονδος (< σπονδή), πρβλ. φιλό σπονδος] …   Dictionary of Greek

  • υδρόσπονδα — τὰ, Α (ενν. ἱερά) σπονδή με νερό. [ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο) * + σπονδος (< σπονδή), πρβλ. οἰνό σπονδος] …   Dictionary of Greek

  • υπέρσπονδος — ον, Α αυτός που παραβαίνει τις σπονδές, παράσπονδος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + σπονδος (< σπονδή), πρβλ. παρά σπονδος] …   Dictionary of Greek

  • υπόσπονδος — η, ο / ὑπόσπονδος, ον, ΝΜΑ αυτός που γίνεται ή υπάρχει με σπονδές, αυτός που προστατεύεται από σπονδές, από συνθήκες («ὑπόσπονδοι ἐξέρχονται τῆς χώρης», Ηρόδ.) αρχ. φρ. «ἀποδίδωμι [ή κομίζομαι] τοὺς νεκροὺς ὑποσπόνδους» δίνω [ή μεταφέρω] τους… …   Dictionary of Greek

  • φιλόσπονδος — ον, Α αυτός που χρησιμοποιείται σε σπονδές («φιλοσπόνδου λιβός», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + σπονδος (< σπονδή), πρβλ. παρά σπονδος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”