πλῆξις — stroke fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλῆξιν — πλῆξις stroke fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλήξεσι — πλῆξις stroke fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλήξει — πλήσσω struck with terror aor subj act 3rd sg (epic) πλήσσω struck with terror fut ind mid 2nd sg πλήσσω struck with terror fut ind act 3rd sg πλῆξις stroke fem nom/voc/acc dual (attic epic) πλήξεϊ , πλῆξις stroke fem dat sg (epic) πλῆξις stroke… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλήξεις — πλήσσω struck with terror aor subj act 2nd sg (epic) πλήσσω struck with terror fut ind act 2nd sg πλῆξις stroke fem nom/voc pl (attic epic) πλῆξις stroke fem nom/acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
List of medical roots, suffixes and prefixes — This is a list of roots, suffixes, and prefixes used in medical terminology, their meanings, and their etymology. There are a few rules when using medical roots. Firstly, prefixes and suffixes, primarily in Greek, but also in Latin, have a… … Wikipedia
κυρήβασις — και κυρηβασία, ἡ (Α) [κυρηβάζω] χτύπημα με τα κέρατα (α. «κυρηβασία λέγεται ἡ διὰ τῶν κεράτων μάχη, ἥπερ ἐν τοῑς ἀλόγοις ζῴοις γίνεται ἢ ἡ πλῆξις τῶν τράγων», λεξ. Σούδα β. «κυρηβάσεις γὰρ λέγονται αἱ πλήξεις τῶν τράγων καὶ γὰρ ἐκεῑνοι ταῑς… … Dictionary of Greek
πλήξη — η / πλῆξις, εως, ΝΜΑ [πλήσσω] νεοελλ. η κατάσταση κατά την οποία πλήττει κάποιος, ανία, βαριεστημάρα μσν. αρχ. το να πλήττει, να χτυπάει κάποιος κάτι … Dictionary of Greek
πλήξιππος — και δωρ. τ. πλάξιππος, ον, Α αυτός που χτυπάει με το μαστίγιο τους ίππους, ο έμπειρος καβαλάρης (α. «Πέλοπι πληξίππω», Όμ.Ιλ. β. «Βοιωτοί πλήξιπποι», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος < θ. πληξι τού πλήσσω* (πρβλ. πλήξις) + ίππος… … Dictionary of Greek
πληξίμετρο — το, Ν ιατρ. όργανο, ξύλινη πλάκα που χρησιμοποιείται για την απευθείας επίκρουση. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pleximeter< πλήξις (< πλήσσω) + μέτρο] … Dictionary of Greek
σύμπληξις — ήξεως, ἡ, Α [πλῆξις] 1. σύγκρουση 2. συμφωνία, σύμπραξη … Dictionary of Greek