- ἔκ-πομα
ἔκ-πομα, τό, = ἔκπωμα, Hesych., s. Lob. paral. p. 425.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἔκ-πομα, τό, = ἔκπωμα, Hesych., s. Lob. paral. p. 425.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πόμα — nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πόμα — ατος, τὸ, Α 1. βλ. πῶμα (II) 2. το φυτό φοίνιξ* 3. μτφ. άσμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πο τού πίνω* (πρβλ. ποτός, πόσις) + κατάλ. μα (πρβλ. πῶμα)] … Dictionary of Greek
πόμ' — πόμα , πόμα nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πόματα — πόμα neut nom/voc/acc pl πόμα masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πομάτεσι — πόμα dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πομάτων — πόμα gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πόμασι — πόμα dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πόμασιν — πόμα dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πόμασσι — πόμα dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πόματι — πόμα dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πόματος — πόμα gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)